αινόθεν

αινόθεν
αἰνόθεν επίρρ. (Α) [αἰνός]
μόνο στη φρ. «αἰνόθεν αἰνῶ», από τρόμο σε τρόμο, τρομερότατα, φοβερότατα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αἰνόθεν — horror of horrors indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰνόθεν — Αἶνος tale indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЭНОС —    • Aenus,          Αίνος ή,        1. древний фракийский город эолического происхождения (Hdt. 7, 58. Thuc. 7, 57), недалеко от восточного устья Гебра (Ноm. Il. 4, 520; Αίνόθεν). Позднее это был римский вольный город, ведший богатую торговлю, н …   Реальный словарь классических древностей

  • αινός — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”